- εἰρηνικῶς
- εἰρηνικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταψώ — καταψῶ, άω (Α) 1. ψηλαφώ ελαφρά, χαϊδεύω, θωπεύω («τὴν δὲ καταψῶσαν τοῡ παιδίου τὴν κεφαλήν», Ηρόδ.) 2. ξύνω («καταψᾱν τοὺς τοίχους») 3. μαλάσσω, τρίβω («λίπα τε ἠλείψαντο καὶ κατέψησε μάλα εἰρηνικῶς ἅτερος τὸν ἕτερον ἐν τῷ μέρει», Λουκιαν.) 4.… … Dictionary of Greek
ԽԱՂԱՂԱԿԱՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0914 Chronological Sequence: 8c εἱρηνικῶς pacifice. Խաղաղութեամբ. Հանդարտութեամբ. հեզութեամբ. *Խաղաղականապէս ասէ զսպանողսն. Աթ. ՟Ը … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)